Λέξη: αριθμητική
Σχετικές λέξεις: αριθμητική
αριθμητική πρόοδος τυποι, αριθμητική ανάλυση, αριθμητική ολοκλήρωση, αριθμητική κωδικοποίηση, αριθμητική παράσταση, αριθμητική ανάλυση γκαρούτσος, αριθμητική πρόοδος α λυκειου, αριθμητική και λογική μονάδα, αριθμητική επίλυση συνήθων διαφορικών εξισώσεων, αριθμητική κινητής υποδιαστολής
Μεταφράσεις: αριθμητική
αριθμητική στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
arithmetic, numerical, numeric, number, figure
αριθμητική στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aritmética, aritmético, la aritmética, aritmética de, aritméticas
αριθμητική στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
arithmetik, arithmetisch, rechenart, rechnen, Arithmetik, Rechnen, arithmetische, arithmetischen, Rechen
αριθμητική στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
calcul, arithmétique, l'arithmétique, arithmétiques, de calcul
αριθμητική στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
aritmetica, aritmetico, l'aritmetica, aritmetiche, aritmetici
αριθμητική στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aritmética, aritmético, a aritmética, aritmética de, aritméticas
αριθμητική στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cijferen, rekenkunst, cijferkunst, rekenkunde, rekenkundig, rekenkundige, rekenen
αριθμητική στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
арифметика, арифметический, арифметическое, арифметическая, арифметические
αριθμητική στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aritmetikk, aritmetiske, aritmetisk, regning, regne
αριθμητική στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
aritmetiska, aritmetik, aritmetisk, aritmetiskt, räkning
αριθμητική στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aritmetiikka, aritmeettinen, aritmeettisen, aritmeettista, aritmeettisia, aritmeettisesta
αριθμητική στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
regning, aritmetiske, aritmetisk, gennemsnit, aritmetik
αριθμητική στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aritmetický, počty, početní, počítání, aritmetika, aritmetické, aritmetickým, aritmetická
αριθμητική στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
arytmetyka, rachunkowy, arytmetyczny, arytmetyczna, arytmetyczną, arytmetyczne
αριθμητική στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aritmetika, számtani, számtan, aritmetikai, aritmetikus
αριθμητική στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aritmetik, aritmetiği, hesap, aritmetiksel
αριθμητική στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
арифметика, арифметичний
αριθμητική στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aritmetikë, aritmetike, aritmetik, aritmetika, aritmetikore
αριθμητική στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
аритметика, аритметична, средноаритметичната, аритметично, аритметиката
αριθμητική στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
арыфметыка, арыфмэтыка, арыхмеціка
αριθμητική στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aritmeetika, aritmeetiline, aritmeetilise, aritmeetilist, aritmeetilisest
αριθμητική στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aritmetički, aritmetika, aritmetička, aritmetičku, aritmetiku
αριθμητική στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tölur, Reiknað, Reikningur, stærðfræði, fleytitölu
αριθμητική στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aritmetika, aritmetinis, aritmetinį, aritmetines
αριθμητική στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aritmētika, aritmētiskais, aritmētiskā, aritmētisko, aritmētiskās
αριθμητική στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
аритметика, аритметичка, аритметичките, аритметичката, аритметички
αριθμητική στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aritmetică, aritmetic, aritmetica, aritmetice, aritmeticã
αριθμητική στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aritmetika, aritmetična, aritmetično, aritmetični, aritmetična sredina
αριθμητική στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
početní, počty, aritmetika, aritmetiky, aritmetike, aritmetiku
Στατιστικά δημοτικότητας: αριθμητική
Τυχαίες λέξεις