Συμπληρώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμπληρώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
supplement, toevoegsel, rekken, eke, te rekken
Συμπληρώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπληρώνω

συνώνυμο συμπληρώνω, συμπληρώνω στα αγγλικά, συμπληρώνω στα γαλλικά, συμπληρώνω μετάφραση αγγλικά, συμπληρώνω τα κενά μου, συμπληρώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμπληρώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμπλήρωμα στα ολλανδικά - bijbehorend, bijkomend, toevoegsel, supplement, bijkomstig, aanhangsel, secundair, ...
  • συμπληρωματικός στα ολλανδικά - aanvullend, additioneel, supplementair, extra, meer, complementair, aanvullende, ...
  • συμπλοκή στα ολλανδικά - slag, strijd, gevecht, treffen, kamp, handgemeen, vechtpartij, ...
  • συμπτύσσω στα ολλανδικά - sterrenkijker, telescoop, verrekijker, plooi, tuck, opgetrokken, tast, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμπληρώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: supplement, toevoegsel, rekken, eke, te rekken