Tol στα ελληνικά
Μετάφραση: tol, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρος, διόδια, διοδίων, των διοδίων, τηλεδιοδίων, τα διόδια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- circuleren στα ελληνικά - κυκλοφορώ, κυκλοφορεί, κυκλοφορούν, κυκλοφορία, κυκλοφορήσει, να κυκλοφορούν
- haren στα ελληνικά - μαλλιά, τρίχα, τρίχες, τριχών, οι τρίχες, τις τρίχες
- huurling στα ελληνικά - μισθοφόρος, μισθοφορικός, μισθοφορικών, μισθοφορικό, μισθοφόρου, μισθοφορικού
- liquide στα ελληνικά - διαθέσιμος, μετρητά, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Τυχαίες λέξεις
Tol στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρος, διόδια, διοδίων, των διοδίων, τηλεδιοδίων, τα διόδια
Μεταφράσεις: φόρος, διόδια, διοδίων, των διοδίων, τηλεδιοδίων, τα διόδια