Top στα ελληνικά
Μετάφραση: top, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορώνα, πουρμπουάρ, αποκορύφωμα, οικόσημο, αιχμή, στέμμα, κορυφή, ρεγάλο, θήκη, ποδοκόπι, κορυφώνω, κορόνα, πάνω, επάνω, κορυφαία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afzetting στα ελληνικά - επαναθέτω, προσχώνω, κατακάθι, αποθήκη, ίζημα, ιλύς, ταμείο, ...
- areaal στα ελληνικά - χώρα, πατρίδα, εξοχή, περιοχή, έκταση, περιοχής, χώρο, ...
- houder στα ελληνικά - θήκη, πρίζα, υποδοχή, κάτοχος, κάτοχο, κατόχου, κάτοχος της, ...
- standvastig στα ελληνικά - αδιάκοπος, απτόητος, στερεός, συμπαγής, ακλόνητος, εταιρία, συνεχής, ...
Τυχαίες λέξεις
Top στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορώνα, πουρμπουάρ, αποκορύφωμα, οικόσημο, αιχμή, στέμμα, κορυφή, ρεγάλο, θήκη, ποδοκόπι, κορυφώνω, κορόνα, πάνω, επάνω, κορυφαία
Μεταφράσεις: κορώνα, πουρμπουάρ, αποκορύφωμα, οικόσημο, αιχμή, στέμμα, κορυφή, ρεγάλο, θήκη, ποδοκόπι, κορυφώνω, κορόνα, πάνω, επάνω, κορυφαία