Tor στα ελληνικά

Μετάφραση: tor, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαθάρι, τρανζίστορ
Tor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bieslook στα ελληνικά - είδος κρεμμυδιού, κρεμμύδι, σχοινόπρασο, φρέσκο κρεμμύδι, σχοινόπρασου
  • industrie στα ελληνικά - κατασκευάζω, βιομηχανία, βιομηχανίας, κλάδου, κλάδου παραγωγής, κλάδο
  • kaarsensterkte στα ελληνικά - κεριά, κεριών, τα κεριά, λαμπάδες
  • stralen στα ελληνικά - ακτινοβολώ, εκπέμπω, ακτινοβολούν, εκπέμπει, εκπέμψει, ακτινοβολεί
Τυχαίες λέξεις
Tor στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαθάρι, τρανζίστορ