Tros στα ελληνικά
Μετάφραση: tros, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμαξοστοιχία, επενδύω, τρένο, εκπαιδεύω, ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, καλώδιο, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, σωρό, μπουκέτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dandy στα ελληνικά - δανδής, δανδή, φιλάρεσκος, πρώτης τάξεως
- kuisheid στα ελληνικά - αγνότητα, αγνότητας, την αγνότητα, της αγνότητας, αγνότητά
- schaarste στα ελληνικά - έλλειψη, σπανιότητα, έλλειψης, ανεπάρκεια, σπανιότητας
- scheidsrechter στα ελληνικά - διαιτητής, διαιτητή, διαιτητή να, ο διαιτητής
Τυχαίες λέξεις
Tros στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, επενδύω, τρένο, εκπαιδεύω, ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, καλώδιο, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, σωρό, μπουκέτο
Μεταφράσεις: αμαξοστοιχία, επενδύω, τρένο, εκπαιδεύω, ρυτίδα, γραμμή, παρατάσσω, καλώδιο, τσαμπί, δέσμη, μάτσο, σωρό, μπουκέτο