Trotseren στα ελληνικά
Μετάφραση: trotseren, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόκληση, προκαλώ, αψηφώ, γενναίος, αντιστέκομαι, αψηφούν, αψηφά, αψηφήσουν, αψηφήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- landingsplaats στα ελληνικά - αποβάθρα, μόλος, προσγείωση, εκφόρτωσης, προσγείωσης, εκφόρτωση, προορισμού
- mij στα ελληνικά - με, εμένα, μου, μένα, μου να
- oplosmiddel στα ελληνικά - φερέγγυος, εχέγγυος, αραιωτικό, διαλυτικό, αραιωτικό μέσο, αραιωτικού, αραιωτικού μέσου
- tegenliggend στα ελληνικά - πλησιάζων, επερχόμενη, αντίθετο ρεύμα, επερχόμενου, επερχόμενες
Τυχαίες λέξεις
Trotseren στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόκληση, προκαλώ, αψηφώ, γενναίος, αντιστέκομαι, αψηφούν, αψηφά, αψηφήσουν, αψηφήσει
Μεταφράσεις: πρόκληση, προκαλώ, αψηφώ, γενναίος, αντιστέκομαι, αψηφούν, αψηφά, αψηφήσουν, αψηφήσει