Αψηφώ στα ολλανδικά
Μετάφραση: αψηφώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
trotseren, uittarten, tarten, uitdagen, afsnauwen, stompe, affront, snub, stomp
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αψηφώ
αψηφώ στα γαλλικα, αψηφώ ετυμολογία, αψηφώ english, αψηφώ συνωνυμο, αψηφώ λεξικο, αψηφώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αψηφώ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αψίδωση στα ολλανδικά - apsidosi
- αψίκορος στα ολλανδικά - apsikoros
- αψιμαχία στα ολλανδικά - schermutseling, skirmish, schermutselingen
- αϋπνία στα ολλανδικά - slapeloosheid, insomnia, van slapeloosheid, insomnie, slapeloosheid te
Τυχαίες λέξεις
Αψηφώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: trotseren, uittarten, tarten, uitdagen, afsnauwen, stompe, affront, snub, stomp
Μεταφράσεις: trotseren, uittarten, tarten, uitdagen, afsnauwen, stompe, affront, snub, stomp