Uitgewoond στα ελληνικά
Μετάφραση: uitgewoond, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίσχυρος, αδύναμος, ασθενικός, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες
Μεταφράσεις
- aanhaling στα ελληνικά - χωρίο, παραθέτω, πίστωση, καθορίζω, αναγωγή, αναφορά, μνημονεύω, ...
- armoede στα ελληνικά - ένδεια, μιζέρια, φτώχεια, πενία, φτώχειας, της φτώχειας, τη φτώχεια, ...
- kleding στα ελληνικά - μπορώ, τουαλέτα, ρούχα, λουτρό, φορώ, ρουχισμός, κουτί, ...
- opleggen στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρήση, επιβάλλουν, επιβάλλει, ...
Τυχαίες λέξεις
Uitgewoond στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αδύναμος, ασθενικός, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες
Μεταφράσεις: ανίσχυρος, αδύναμος, ασθενικός, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, παλαιότητα, ερειπωμένες