Uitvaardigen στα ελληνικά

Μετάφραση: uitvaardigen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκηρύσσω, καταδεικνύω, διαλαλώ, ανακοινώνω, δημοσιεύω, διαδίδω, εκδίδει, δημοσιεύσει, εκδίδει τις
Uitvaardigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • egaal στα ελληνικά - στάθμη, ακόμα, ίσος, ροκάνι, πλάνη, ίσιος, επίπεδο, ...
  • humaan στα ελληνικά - ανθρωπιστικός, επιεικής, ανθρώπινος, ανθρώπινη, μη βάναυσης, μη βάναυση, ανθρώπινες
  • peukje στα ελληνικά - στέλεχος, στελέχους, απόκομμα, κορμός
  • rekenschap στα ελληνικά - λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
Τυχαίες λέξεις
Uitvaardigen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκηρύσσω, καταδεικνύω, διαλαλώ, ανακοινώνω, δημοσιεύω, διαδίδω, εκδίδει, δημοσιεύσει, εκδίδει τις