Uitvoerig στα ελληνικά
Μετάφραση: uitvoerig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσεγμένος, περίτεχνος, λεπτομερής, διεξοδικός, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betekenisvol στα ελληνικά - σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
- kunstgreep στα ελληνικά - κόλπο, ξεγελώ, τρικ, τέχνασμα, απάτη, τεχνάσματα, τεχνητά, ...
- opzienbarend στα ελληνικά - θεαματικός, εντυπωσιακός, συγκλονιστικός, συγκλονιστική, εντυπωσιακή, εντυπωσιακό
- strategie στα ελληνικά - πρόγραμμα, στρατηγική, στρατηγικής, στρατηγική της, στρατηγικής της, στρατηγική για
Τυχαίες λέξεις
Uitvoerig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσεγμένος, περίτεχνος, λεπτομερής, διεξοδικός, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές
Μεταφράσεις: προσεγμένος, περίτεχνος, λεπτομερής, διεξοδικός, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές