Λέξη: πρόσοδος

Σχετικές λέξεις: πρόσοδος

έγγεια πρόσοδος, πρόσοδοσ συνωνυμα, πρόσοδος βικιπαιδεια, ισόβια πρόσοδοσ, έγγειος πρόσοδος, ακαθάριστη πρόσοδος, ετήσια πρόσοδος, πρόσοδος ορισμός, πρόσοδος σπανιότητας, πρόσοδος σημασία

Συνώνυμα: πρόσοδος

έσοδα, εισόδημα, ετήσιο εισόδημα

Μεταφράσεις: πρόσοδος

πρόσοδος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
annuity, income, revenue, annuity shall, rent

πρόσοδος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anualidad, renta vitalicia, renta, pensión, de anualidad

πρόσοδος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
jahresrente, rente, Rente, Renten, Annuität, Leibrente

πρόσοδος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pension, revenu, annuité, rente, rentes, la rente

πρόσοδος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vitalizio, annualità, rendita, rendite, di rendita

πρόσοδος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anuidade, de anuidade, renda, anuidade de, annuity

πρόσοδος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lijfrente, annuïteit, rente, annuity, uitkering

πρόσοδος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ежегодник, аннуитет, аннуитета, рента, ренты, аннуитетный

πρόσοδος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
livrente, annuitet, rente-, trygd, annuiteten

πρόσοδος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livränta, delning, annuitet, livräntan

πρόσοδος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osinko, avustus, annuiteetti, aikakorko, korko, elinkorko, eläke, elinkoron, elinkorkoa

πρόσοδος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
livrente, annuitet, løbende ydelse, annuiteten

πρόσοδος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důchod, renta, anuita, anuitní, anuity

πρόσοδος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rata, renta, dożywocie, renty, rentowych, annuity, Rentę

πρόσοδος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
járadék, járadékot, életjáradék, évjáradék, járadékra

πρόσοδος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yıllık ödenek, rant, annuity, yıllık sigorta, sigorta poliçesi

πρόσοδος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ануїтет, аннуїтет, аннуітет, ануітет, аннуитет

πρόσοδος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pension vjetor, pensioni, pensioni i, anuiteteve, pensioni të

πρόσοδος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
годишна рента, анюитет, анюитетни, анюитета

πρόσοδος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ануітэт

πρόσοδος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
annuiteet, aastarent, annuiteedi, annuiteeti, annuiteediga, annuiteedina

πρόσοδος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
anuitet, rata, renta, rente, anuiteta, mirovina

πρόσοδος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lífeyri, jafn, lífeyrir, annuitet, árgreiðslan

πρόσοδος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasmetinė renta, anuitetas, anuiteto, anuitetą, anuitetu

πρόσοδος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pensija, mūža rente, mūža rentes, annuity, ikgadējo pabalstu

πρόσοδος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ануитет, ануитетот, ануитети, ануитетска, на ануитет

πρόσοδος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anuitate, rentă, de anuitate, anuități, renta

πρόσοδος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
renta, rente, anuiteta, rentna, rento

πρόσοδος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
splátka, renta, anuita, anuity
Τυχαίες λέξεις