Προσεγμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: προσεγμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omstandig, uitvoerig, bekeken, keken, lette, keek, zag
Προσεγμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσεγμένος

προσηλωμένος συνώνυμο, προσεγμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προσεγμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προσδοκώ στα ολλανδικά - verbeiden, afhalen, wachten, verwachten, verwacht, verwachten dat, kunt verwachten, ...
  • προσεγγίζω στα ολλανδικά - aanvliegen, berm, randje, rand, vooravond, punt
  • προσεκτικά στα ολλανδικά - attent, aandachtig, voorzichtig, zorgvuldig, goed, zorgvuldig door
  • προσεκτικός στα ολλανδικά - behoedzaam, oplettend, voorzichtig, attent, aandachtig, zorgvuldig, Opgepast, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσεγμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: omstandig, uitvoerig, bekeken, keken, lette, keek, zag