Uitvoering στα ελληνικά

Μετάφραση: uitvoering, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόδοση, εκδοχή, διενέργεια, επίτευξη, παράσταση, εκτέλεση, τύπος, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Uitvoering στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afbikken στα ελληνικά - τσιπ, αφαίρεσης αλάτων, αφαίρεση αλάτων, καθαρισμού των αλάτων, αφαίρεση των αλάτων, αποσκωριώσεως
  • afsterving στα ελληνικά - μαρασμός, dieback, του μαρασμού, φυλλορροή, μαρασμού των
  • minutieus στα ελληνικά - συγκεκριμένος, ακριβολόγος, ακριβής, λεπτομερώς, καταλεπτώς, με λεπτομερή, με λεπτομερή τρόπο
  • station στα ελληνικά - σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Τυχαίες λέξεις
Uitvoering στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόδοση, εκδοχή, διενέργεια, επίτευξη, παράσταση, εκτέλεση, τύπος, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή