Usance στα ελληνικά

Μετάφραση: usance, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, τρόπος, χρήση, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα
Usance στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hoed στα ελληνικά - σκέπασμα, καπέλο, καπάκι, πίλος, το καπέλο, καπέλων, καπέλου, ...
  • kijk στα ελληνικά - βλέμμα, σκηνή, σκοπιά, φαίνομαι, ιδού, έκφραση, κύρος, ...
  • pedaal στα ελληνικά - πετάλιο, πετάλι, πεντάλι, πεντάλ, πεντάλ του, του πεντάλ
  • tabernakel στα ελληνικά - σκηνή, σκηνης, σκηνήν, αρτοφόριο, σκηνή της μαρτυρίας
Τυχαίες λέξεις
Usance στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμοποιώ, έθιμο, συνήθεια, τρόπος, χρήση, έξη, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα