Vastmaken στα ελληνικά
Μετάφραση: vastmaken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, φτιάχνω, ασφαλίζω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afkorting στα ελληνικά - σύνοψη, σύντμηση, συντομογραφία, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- beneden στα ελληνικά - κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορίζονται, καθορισμό
- drossen στα ελληνικά - κρύβομαι, το σκάω, διαφύγει, να διαφύγει, φυγοδικήσουν
- ijzeren στα ελληνικά - σιδερένιος, σιδερώνω, σίδερο, σίδηρος, σιδήρου, σίδηρο, του σιδήρου
Τυχαίες λέξεις
Vastmaken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, φτιάχνω, ασφαλίζω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Μεταφράσεις: διασφαλίζω, εδραιώνω, ασφαλής, φτιάχνω, ασφαλίζω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten