Verantwoordelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: verantwoordelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρμόδιος, δωσίλογος, υπόλογος, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aanboren στα ελληνικά - πλήττω, βρύση, άσκηση, τροχός, τριβελίζω, παρακεντώ, βρύσης, ...
- enten στα ελληνικά - μόσχευμα, μπολιάζω, εμβολιάζω, εμβολιασμό, εμβολιάσουν, τον εμβολιασμό, εμβολιάσει, ...
- oratorisch στα ελληνικά - ρητορικός, ρητορική, ρητορικές, οι ρητορικές, ρητορικά
- plus στα ελληνικά - συν, καθώς, καθώς και, πλέον
Τυχαίες λέξεις
Verantwoordelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρμόδιος, δωσίλογος, υπόλογος, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες
Μεταφράσεις: αρμόδιος, δωσίλογος, υπόλογος, υπεύθυνος, υπεύθυνη, υπεύθυνο, υπεύθυνοι, υπεύθυνες