Verbeten στα ελληνικά

Μετάφραση: verbeten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρογνώμονας, πεισμωμένος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεντ-
Verbeten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanleren στα ελληνικά - μαθαίνω, μάθουν, μάθετε, να μάθουν, μάθει
  • bijkomstig στα ελληνικά - συνεργός, αναπληρωτής, υποβοηθητικός, συμπλήρωμα, θυγατρική, βοηθητικός, δευτερεύων, ...
  • daarbeneden στα ελληνικά - εκεί κάτω, υπάρχει εκεί κάτω
  • onvervalst στα ελληνικά - αυθεντικός, γνήσιος, άδολος, ανόθευτος, ανόθευτη, ανόθευτο, ανόθευτες
Τυχαίες λέξεις
Verbeten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρογνώμονας, πεισμωμένος, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, πεντ-