Verhinderen στα ελληνικά

Μετάφραση: verhinderen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεμποδίζω, εμποδίζω, προλαβαίνω, αποτρέπω, περιορίζω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει
Verhinderen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • geweld στα ελληνικά - εξαναγκάζω, βία, δύναμη, βίας, της βίας, τη βία, η βία
  • inlichting στα ελληνικά - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
  • inmiddels στα ελληνικά - Εν τω μεταξύ,, Εν τω μεταξύ, τω μεταξύ, μεταξύ, Στο μεταξύ
  • slaaf στα ελληνικά - δούλος, ραγιάς, σκλάβος, σκλάβων, slave, σκλάβο
Τυχαίες λέξεις
Verhinderen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεμποδίζω, εμποδίζω, προλαβαίνω, αποτρέπω, περιορίζω, πρόληψη, την πρόληψη, αποτροπή, εμποδίζουν, αποτρέψει