Verkorten στα ελληνικά
Μετάφραση: verkorten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις
- abacus στα ελληνικά - άβακας, αβάκιο, αριθμητήριο, άβακα, κιονόκρανο
- bestraffen στα ελληνικά - τιμωρώ, τιμωρήσει, τιμωρήσουν, τιμωρία, τιμωρούν, την τιμωρία
- erbarmelijk στα ελληνικά - πενιχρός, αξιολύπητος, οικτρός, ελεεινός, φτωχός, καημένος, οικτρώς, ...
- schoencrème στα ελληνικά - βερνίκι, στιλβώνω, λούστρο, κερί, γυαλίζω, λουστράρω, στίλβωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Verkorten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί
Μεταφράσεις: κονταίνω, συντομεύω, περικόπτω, συντομεύσει, να συντομεύσει, μειώσει, συντόμευση, μειωθεί