Vermenging στα ελληνικά
Μετάφραση: vermenging, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίγμα, μίξη, ανάμιξη, ανάμειξη, ανάμιξης, ανάμειξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afdaling στα ελληνικά - κλίνω, εκπίπτω, πέφτω, καταγωγή, μαρασμός, ξεπεσμός, πτώση, ...
- begaafdheid στα ελληνικά - προικοδότηση, δώρο, χάρισμα, ταλέντο, δωρεά, προτέρημα, ικανότητα, ...
- hebbelijkheid στα ελληνικά - ξεγελώ, κόλπο, συνήθεια, έξη, τρικ, τέχνασμα, το τέχνασμα, ...
- maatstaf στα ελληνικά - μέτρο, μετρώ, κριτήριο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Τυχαίες λέξεις
Vermenging στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίγμα, μίξη, ανάμιξη, ανάμειξη, ανάμιξης, ανάμειξης
Μεταφράσεις: μίγμα, μίξη, ανάμιξη, ανάμειξη, ανάμιξης, ανάμειξης