Verpesten στα ελληνικά
Μετάφραση: verpesten, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μολύνω, μαστίζω, ενοχλώ, λυμαίνομαι, μολύνουν, μολύνουν τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deeg στα ελληνικά - ζύμη, ζύμης, της ζύμης, ζυμάρι, τη ζύμη
- merken στα ελληνικά - σημαίνω, σημειώνω, βαθμός, σημάδι, σήμα, σήματος, σήμανση, ...
- mistig στα ελληνικά - χνουδάτος, ομιχλώδης, ομίχλη, ομιχλώδη, ομιχλώδες, ομίχλης
- staatkundig στα ελληνικά - πολιτικός, πολιτική, πολιτικών, πολιτικό, πολιτικά
Τυχαίες λέξεις
Verpesten στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μολύνω, μαστίζω, ενοχλώ, λυμαίνομαι, μολύνουν, μολύνουν τα
Μεταφράσεις: μολύνω, μαστίζω, ενοχλώ, λυμαίνομαι, μολύνουν, μολύνουν τα