Verschalken στα ελληνικά

Μετάφραση: verschalken, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, καταστρατηγώ, ξεγελάσει, outwit, ξεγελάσετε, να ξεγελάσει
Verschalken στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • divers στα ελληνικά - διάφορος, διάφορα, ανακατεμένος, ετερογενής, διάφορες, διαφόρων, διάφορους, ...
  • gezicht στα ελληνικά - προοπτική, σκηνή, θωριά, πλευρά, πρόσωπο, ορίζοντας, όραμα, ...
  • nacht στα ελληνικά - σκούρος, νύχτα, μουχρός, μελαχρινός, σκοτεινός, βράδυ, νύχτας, ...
  • smoken στα ελληνικά - καπνός, καπνοί, καπνίζω
Τυχαίες λέξεις
Verschalken στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαβολιάρης, φενακίζω, κλέβω, καταστρατηγώ, ξεγελάσει, outwit, ξεγελάσετε, να ξεγελάσει