Λέξη: υποκαθιστώ
Σχετικές λέξεις: υποκαθιστώ
αποκαθιστώ ετυμολογία, αποκαθιστώ συνώνυμο, υποκαθιστώ αντικαθιστώ
Συνώνυμα: υποκαθιστώ
αντικαθιστώ
Μεταφράσεις: υποκαθιστώ
υποκαθιστώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
substitute, clobber
υποκαθιστώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sustituir, interino, suplente, reemplazo, sustituto, substituto, sustituto de
υποκαθιστώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
substitut, ersatz, vertretung, ersatzmann, stellvertreterin, Ersatz, ersetzen, ersetzt
υποκαθιστώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
remplaçant, doublure, remplacer, substituer, agent, suppléer, substantif, adjoint, substituons, substituent, doubler, substitut, remplacement, substituez, succédané, suppléant
υποκαθιστώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
surrogato, supplente, sostituto, sostituire, sostitutiva, sostitutivo, sostituisce
υποκαθιστώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
substituir, substantivo, substituto, suplente, substituta, substitutos
υποκαθιστώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inboeten, vervanging, substituut, plaatsvervanger, vervangende, vervanger
υποκαθιστώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подмена, запасной, представитель, заменитель, ходатай, подменивать, замещать, заменять, заместить, заменить, подставлять, заместитель, суррогат, заступник, покровитель, замена, заменой, заменителем
υποκαθιστώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erstatning, stedfortreder, erstatte, substitutt, innbytter, erstatter
υποκαθιστώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
suppleant, vikarie, substitut, ersättning, ersätta, ersättnings, ersättare
υποκαθιστώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sijainen, vaihtopelaaja, viransijainen, korvaava, korvike, korvaavien, korvikkeena, korvaavia
υποκαθιστώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vikar, erstatning, stedfortræder, erstatte, stedet, substitut
υποκαθιστώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nahradit, zastupující, náhražkový, náhradník, zastoupit, náhražka, zastupovat, zástupce, nahrazovat, náhradní, náhrada, náhradou, náhražkou
υποκαθιστώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pełnomocnik, substytucja, namiastka, wyręka, zamienić, delegat, zastępstwo, zamieniać, podstawiać, pośrednik, zastępca, zastępować, podstawić, substytut, zastąpić, substytutem
υποκαθιστώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
helyettes, póttag, helyettesítő, helyettesíti, helyettesítheti
υποκαθιστώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bedel, vekil, yerine, yedek, yerini, ikame
υποκαθιστώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заступник, заміняти, заміна, замінити, заміщати, заміна Заміна, заміну
υποκαθιστώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zëvendësues, zëvendësim, zëvendësim i, zëvendësues i, zëvendëson
υποκαθιστώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заместител, заместник, заместител на, замества, заместващ
υποκαθιστώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
замена
υποκαθιστώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asendama, asendaja, aseaine, asenda, asendajana, asendustoodete
υποκαθιστώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zamjenik, zamjena, nadomjeske, zamijeniti, nadomjestak, zamjenski, zamjene
υποκαθιστώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
staðinn, stað, í staðinn, staðgengill, varamaður
υποκαθιστώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pakaitalas, Pavaduojantis narys, pakeisti, Pavaduojantis, Pavaduojanti narė
υποκαθιστώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aizvietotājs, aizstājējs, aizstāt, aizstājēju, aizvietot
υποκαθιστώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
замена, замена на, супститут, заменик, замена за
υποκαθιστώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
suplinitor, substitut, înlocuitor, Membri supleanți, supleant, substitui
υποκαθιστώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nadomestek, nadomestni, nadomestna, nadomestilo, nadomestno
υποκαθιστώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náhrada, náhradka, náhradné, náhradný, Náhradná, náhradnú, náhradnej
Τυχαίες λέξεις