Verstandelijk στα ελληνικά
Μετάφραση: verstandelijk, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
Μεταφράσεις
- barrière στα ελληνικά - μπάρα, φράζω, φράγμα, φράχτης, μπαρ, εμποδίζω, κάγκελο, ...
- bewoording στα ελληνικά - λέξη, διατύπωση, φρασεολογία, η διατύπωση, διατύπωσης, διατύπωση που
- drenkbak στα ελληνικά - φάτνη, παχνί, τη φάτνη, διαχειριστής της, manger
- kabeljauw στα ελληνικά - βακαλάος, μπακαλιάρος, γάδου, γάδο, του γάδου
Τυχαίες λέξεις
Verstandelijk στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές
Μεταφράσεις: διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικός, ψυχική, ψυχικής, διανοητική, νοητική, ψυχικές