Διανοητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: διανοητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, mentaal, geestelijk, mentale, geestelijke
Διανοητικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διανοητικός

διανοητικόσ σημασία, διανοητικός λεξικο, διανοητικός συνώνυμα, διανοητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διανοητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • διανέμω στα ολλανδικά - loten, verloten, rondgeven, verspreiden, besmeren, ronddelen, ontvouwen, ...
  • διανοητικά στα ολλανδικά - geestelijk, mentaal, verstandelijk, verstandelijke, psychisch
  • διανομέας στα ολλανδικά - stroomverdeler, postbode, distributeur, verdeler, brievenbesteller, leverancier, distributeurs, ...
  • διανομή στα ολλανδικά - verspreiding, uitreiking, distributie, verdeling, de distributie, spreiding
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verstandsmens, verstandelijk, intellectueel, mentaal, geestelijk, mentale, geestelijke