Πνευματικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: πνευματικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
godsdienstig, geestelijk, mentaal, gelovig, religieus, verstandelijk, intellectueel, verstandsmens, geestelijke, spirituele, spiritual, spiritueel
Πνευματικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πνευματικός

πνευματικός δημήτρης, πνευματικός κόρινθος, πνευματικός αγώνας, πνευματικός αλέξανδρος, πνευματικός άνθρωπος, πνευματικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πνευματικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πνίγω στα ολλανδικά - verstikken, neerslaan, bedelven, verpletteren, overstelpen, onderdrukken, smoren, ...
  • πνευματικά στα ολλανδικά - auteursrecht, copyright, het auteursrecht, auteursrechten, het copyright
  • πνευματώδης στα ολλανδικά - geestig, gevat, snedig, geestige, grappige
  • πνεύμα στα ολλανδικά - spriet, verstand, boegspriet, geest, de geest, geest van, de geest van, ...
Τυχαίες λέξεις
Πνευματικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: godsdienstig, geestelijk, mentaal, gelovig, religieus, verstandelijk, intellectueel, verstandsmens, geestelijke, spirituele, spiritual, spiritueel