Verwoed στα ελληνικά
Μετάφραση: verwoed, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργισμένος, θηριώδης, μαινόμενος, άγριος, μανιασμένος, βάρβαρος, εξαγριωμένα, μανία, με μανία, λύσσα, με λύσσα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dochteronderneming στα ελληνικά - υποβοηθητικός, επικουρικός, θυγατρική, θυγατρικής, επικουρικής, της θυγατρικής, θυγατρική εταιρεία
- gebabbel στα ελληνικά - κουβεντιάζω, κουτσομπόλης, κουτσομπολιό, κουτσομπολεύω, κουβέντα, φλυαρία, φλυαρίας, ...
- naastenliefde στα ελληνικά - ψυχικό, φιλανθρωπία, φιλανθρωπίας, φιλανθρωπικό, φιλανθρωπική, φιλανθρωπική οργάνωση
- reçu στα ελληνικά - λήψη, παραλαβή, απόδειξη, παραλαβής, την παραλαβή, τη λήψη
Τυχαίες λέξεις
Verwoed στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργισμένος, θηριώδης, μαινόμενος, άγριος, μανιασμένος, βάρβαρος, εξαγριωμένα, μανία, με μανία, λύσσα, με λύσσα
Μεταφράσεις: οργισμένος, θηριώδης, μαινόμενος, άγριος, μανιασμένος, βάρβαρος, εξαγριωμένα, μανία, με μανία, λύσσα, με λύσσα