Οργισμένος στα ολλανδικά

Μετάφραση: οργισμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doldriftig, boos, kwaad, nijdig, verwoed, razend, woest, toornig, wild, dol, toornige, wrathful, wraakzuchtige, grimmig
Οργισμένος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργισμένος

οργισμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οργισμένος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οργανικός στα ολλανδικά - organisch, organiek, organische, biologische, Organic, biologisch
  • οργιά στα ολλανδικά - doorgronden, vadem, peilen, Fathom, van Fathom
  • οργωτής στα ολλανδικά - orgotis
  • οργώνω στα ολλανδικά - omploegen, ploeg, doorploegen, ploegen, plough, plow
Τυχαίες λέξεις
Οργισμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doldriftig, boos, kwaad, nijdig, verwoed, razend, woest, toornig, wild, dol, toornige, wrathful, wraakzuchtige, grimmig