Μαινόμενος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μαινόμενος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doldriftig, razend, woest, dol, verwoed, wild, toornig, verbolgen, vertoornd, zeer toornig, wroth
Μαινόμενος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαινόμενος

βενιζέλος μαινόμενος, μαινόμενος σημασια, ηρακλήσ μαινόμενοσ, μαινόμενος ταύρος, μαινόμενος ορισμός, μαινόμενος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαινόμενος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μαθητής στα ολλανδικά - discipel, student, aanhanger, adept, leerling, lerende, leerder, ...
  • μαθητεία στα ολλανδικά - assistentschap, leer, leertijd, leerlingwezen, het leerlingwezen, stage, leerlingstelsel
  • μακάβριος στα ολλανδικά - afgrijselijk, doordringend, afschuwelijk, eng, bijtend, griezelig, guur, ...
  • μακάρι στα ολλανδικά - begeren, begeerte, willen, lust, zin, wens, verkiezen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαινόμενος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doldriftig, razend, woest, dol, verwoed, wild, toornig, verbolgen, vertoornd, zeer toornig, wroth