Verzamelen στα ελληνικά

Μετάφραση: verzamelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, συναθροίζω, μαζεύω, συλλέγω, μαζεύομαι, συναρμολογώ, για τη συλλογή, να συλλέγουν, να συλλέξει, να συλλέγει, να συλλέξουν
Verzamelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cachot στα ελληνικά - κύτταρο, κελί, βρίκιο, φυλακή, brig, μπρίκιο, Μπριγκ
  • inkt στα ελληνικά - μελάνι, μελάνη, μελάνης, μελανιού, του μελανιού
  • kiem στα ελληνικά - μικρόβιο, ζουζούνι, μαμούδι, φύτρο, φύτρα, γεννητικών, γεννητικά
  • stralenkrans στα ελληνικά - αύρα, φωτοστέφανος, θηλαία άλως, άλω, η άλως, τόσο άλω
Τυχαίες λέξεις
Verzamelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκεντρώνομαι, περισυλλέγω, συναθροίζω, μαζεύω, συλλέγω, μαζεύομαι, συναρμολογώ, για τη συλλογή, να συλλέγουν, να συλλέξει, να συλλέγει, να συλλέξουν