Vigerend στα ελληνικά

Μετάφραση: vigerend, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχύων, επικρατούσες, που επικρατούν, επικρατούν, επικρατούσα, επικρατεί
Vigerend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doodmaken στα ελληνικά - σκοτώσει, σκοτώνουν, σκοτώσουν, να σκοτώσει, θανάτωση
  • garage στα ελληνικά - γκαράζ, στάθμευσης, συνεργείο, του γκαράζ
  • heftigheid στα ελληνικά - οργή, μανία, βία, λύσσα, σκαιότητα, απότομο, βιαιότης, ...
  • modderen στα ελληνικά - θολώνω, συγχύζω, συγχύζομαι, σύγχυση, μπέρδεμα
Τυχαίες λέξεις
Vigerend στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχύων, επικρατούσες, που επικρατούν, επικρατούν, επικρατούσα, επικρατεί