Voedsel στα ελληνικά
Μετάφραση: voedsel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποστήριγμα, βοήθεια, απασχόληση, εξακολουθώ, φαγητό, θρέψη, συμπαράσταση, τροφή, στήριγμα, κρατώ, κατακρατώ, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afstelling στα ελληνικά - ρύθμιση, προσαρμογή, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
- beminnenswaardig στα ελληνικά - αξιαγάπητος, αξιαγάπητο, αξιαγάπητη, αξιέραστος, ερωτεύσιμος
- scheur στα ελληνικά - σχίζω, διχοτομία, μοιράζω, νοίκι, ενοικιάζω, σκίζω, δάκρυ, ...
- simultaan στα ελληνικά - ταυτόχρονος, ταυτόχρονη, ταυτόχρονης, ταυτόχρονα, ταυτόχρονες
Τυχαίες λέξεις
Voedsel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποστήριγμα, βοήθεια, απασχόληση, εξακολουθώ, φαγητό, θρέψη, συμπαράσταση, τροφή, στήριγμα, κρατώ, κατακρατώ, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων
Μεταφράσεις: υποστήριγμα, βοήθεια, απασχόληση, εξακολουθώ, φαγητό, θρέψη, συμπαράσταση, τροφή, στήριγμα, κρατώ, κατακρατώ, τροφίμων, τρόφιμα, των τροφίμων