Απασχόληση στα ολλανδικά

Μετάφραση: απασχόληση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
voedsel, voeding, leven, werk, dienst, werkgelegenheid, de werkgelegenheid, tewerkstelling
Απασχόληση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απασχόληση

απασχόληση συνώνυμα, απασχόληση συνταξιούχων δημοσίου, απασχόληση παιδιών, απασχόληση αλλοδαπού, απασχόληση δικηγόρων με έμμισθη εντολή στις ανεξάρτητες αρχές, απασχόληση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απασχόληση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απασχολημένος στα ολλανδικά - bezet, bezig, druk, drukke, druk bezig
  • απασχολώ στα ολλανδικά - bezig, druk, drukke, bezet, druk bezig
  • απατεώνας στα ολλανδικά - ellendeling, curve, ploert, bocht, buigen, schavuit, misdadiger, ...
  • απατηλός στα ολλανδικά - bedrieglijk, aannemelijk, kleurbaar, aannemelijke, colorable, kleurbare
Τυχαίες λέξεις
Απασχόληση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: voedsel, voeding, leven, werk, dienst, werkgelegenheid, de werkgelegenheid, tewerkstelling