Volwassen στα ελληνικά

Μετάφραση: volwassen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενήλικος, ενήλικας, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν
Volwassen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aanvaring στα ελληνικά - χτυπώ, βαρώ, σύγκρουση, σουξέ, σύγκρουσης, συγκρούσεων, συγκρούσεως, ...
  • jeugdigheid στα ελληνικά - νεαρός, νεότητα, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
  • karkas στα ελληνικά - σκελετός, σώμα, πλαίσιο, πλαισιώνω, κουφάρι, ψοφίμι, πτώμα, ...
  • koepel στα ελληνικά - τρούλος, καμάρα, αψίδα, θόλος, θόλο, θόλου, τρούλο
Τυχαίες λέξεις
Volwassen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενήλικος, ενήλικας, μεγαλώσει, μεγάλωσε, αναπτύχθηκαν, αναπτυχθεί, μεγάλωσαν