Ενήλικας στα ολλανδικά
Μετάφραση: ενήλικας, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volwassen, groot, volgroeid, volwassene, adult, volwassenen, Erotische
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενήλικας
ο ενήλικας, ενήλικας στα αγγλικα, ενήλικας κλίση, δυσλεκτικόσ ενήλικασ, ενήλικας ή ενήλικος, ενήλικας λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενήλικας στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ενέδρα στα ολλανδικά - hinderlaag, ambush, achterlage, een hinderlaag
- ενέργεια στα ολλανδικά - handeling, actie, Aktie, maatregelen, optreden
- ενήλικος στα ολλανδικά - volwassen, groot, volwassene, volgroeid, adult, volwassenen, Erotische
- ενίσχυση στα ολλανδικά - versterking, amplificatie, de amplificatie, amplificatieproducten
Τυχαίες λέξεις
Ενήλικας στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: volwassen, groot, volgroeid, volwassene, adult, volwassenen, Erotische
Μεταφράσεις: volwassen, groot, volgroeid, volwassene, adult, volwassenen, Erotische