Vrijheid στα ελληνικά

Μετάφραση: vrijheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία
Vrijheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • afkappen στα ελληνικά - εκθλίβω, αποβάλλω, κόψιμο, τομή, περικοπή, κομμένα, κοπής
  • dossier στα ελληνικά - υποβάλλω, πίφερο, λιμάρω, φάκελος, φάκελο, φακέλου, φάκελλο, ...
  • droppelen στα ελληνικά - σταλάζω, στάζω, σταγόνα, στάγδην, στάλαξης, ενστάλαξη, στάζει
  • schadelijk στα ελληνικά - επιβλαβής, βλαβερός, κακολογώ, επιβλαβείς, επιβλαβών, επιβλαβή, βλαβερές
Τυχαίες λέξεις
Vrijheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελευθερία, ελευθερίας, ελεύθερης, ελεύθερη, την ελευθερία