Wagon στα ελληνικά
Μετάφραση: wagon, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άμαξα, βαγόνι, εξοπλίζω, στήνω, κάρο, φορτάμαξας, βαγονιού
Μεταφράσεις
- edelmoedig στα ελληνικά - μεγάθυμος, μεγαλόψυχος, γενναιόδωρα, απλόχερα, γενναιοδωρία, γενναιόδωρη
- notaris στα ελληνικά - συμβολαιογράφος, συμβολαιογράφου, συμβολαιογράφο, συμβολαιογραφικά, συμβολαιογραφικό
- speech στα ελληνικά - απευθύνω, γλώσσα, διεύθυνση, ομιλία, ομιλίας, λόγου, την ομιλία, ...
- tevredenheid στα ελληνικά - αρέσκεια, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
Τυχαίες λέξεις
Wagon στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άμαξα, βαγόνι, εξοπλίζω, στήνω, κάρο, φορτάμαξας, βαγονιού
Μεταφράσεις: άμαξα, βαγόνι, εξοπλίζω, στήνω, κάρο, φορτάμαξας, βαγονιού