Wakker στα ελληνικά

Μετάφραση: wakker, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άγρυπνος, σβέλτος, κοφτερός, αιφνίδιος, ζωντανός, οξυδερκής, μυτερός, εύστροφος, ξυπνώ, ενδιαφερόμενος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνιο, ξύπνια
Wakker στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aftands στα ελληνικά - ξεχαρβαλωμένος, ανίσχυρος, ασθενικός, αδύναμος, σαραβαλιασμένος, ερειπωμένο, ερειπωμένα, ...
  • branche στα ελληνικά - ρώμη, τμήμα, μέρος, τομή, σπεσιαλιτέ, γραμμή, γραμμής, ...
  • knippatroon στα ελληνικά - σχέδιο, πρότυπο, μοτίβο, σχήμα, προτύπου
  • noch στα ελληνικά - ούτε, δεν, ούτε η, κανένα, καμία
Τυχαίες λέξεις
Wakker στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άγρυπνος, σβέλτος, κοφτερός, αιφνίδιος, ζωντανός, οξυδερκής, μυτερός, εύστροφος, ξυπνώ, ενδιαφερόμενος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνιο, ξύπνια