Wanorde στα ελληνικά
Μετάφραση: wanorde, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αταξία, σύγχυση, πάθηση, κυκεώνας, διαταραχή, ακαταστασία, παραζάλη, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedrijvig στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- druilen στα ελληνικά - υπνάκος, μελαγχολώ, mope
- hartelijk στα ελληνικά - εγκάρδιος, στοργικός, στοργική, στοργικό, στοργικοί, τρυφερή
- steunen στα ελληνικά - συντηρώ, πλάτη, υποστήριγμα, ενισχύω, στήριγμα, υποστηρίζω, δευτερόλεπτο, ...
Τυχαίες λέξεις
Wanorde στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αταξία, σύγχυση, πάθηση, κυκεώνας, διαταραχή, ακαταστασία, παραζάλη, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του
Μεταφράσεις: αταξία, σύγχυση, πάθηση, κυκεώνας, διαταραχή, ακαταστασία, παραζάλη, διαταραχής, διαταραχές, διαταραχή του