Διαταραχή στα ολλανδικά
Μετάφραση: διαταραχή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rotzooi, janboel, verwarring, rommel, disorde, wanorde, stoornis, aandoening, ziekte, stoornissen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαταραχή
διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας, διαταραχή διαγωγής, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής, διαταραχή προσωπικότητας, διαταραχή μετατροπής, διαταραχή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διαταραχή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διατήρηση στα ολλανδικά - bewaring, behoud, instandhouding, de instandhouding, het behoud
- διαταράσσω στα ολλανδικά - storen, ontregelen, te ontregelen, ontsporen, krenken
- διατείνομαι στα ολλανδικά - argumenteren, bewaren, vertogen, conserveren, bergen, behouden, overhouden, ...
- διατηρώ στα ολλανδικά - bedwingen, overhouden, ophouden, uitwinnen, handhaven, konfijten, behouden, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαταραχή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rotzooi, janboel, verwarring, rommel, disorde, wanorde, stoornis, aandoening, ziekte, stoornissen
Μεταφράσεις: rotzooi, janboel, verwarring, rommel, disorde, wanorde, stoornis, aandoening, ziekte, stoornissen