Weligheid στα ελληνικά

Μετάφραση: weligheid, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συρροή, αφθονία, ευθάλεια, οργώσα βλάστηση
Weligheid στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eerzucht στα ελληνικά - βλέψη, όνειρο, φιλοδοξία, απορρόφηση, ονειρεύομαι, φιλοδοξίας, φιλοδοξίες, ...
  • huiselijk στα ελληνικά - κατοικίδιος, οικιακός, σπιτική, οικεία, φιλόξενα, φιλόξενο, οικείο
  • hypocriet στα ελληνικά - υποκριτής, υποκριτή, υποκριτές, υποκριτικά, υποκρισία
  • inwisselen στα ελληνικά - ανταλλάσσω, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
Τυχαίες λέξεις
Weligheid στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συρροή, αφθονία, ευθάλεια, οργώσα βλάστηση