Werkbank στα ελληνικά
Μετάφραση: werkbank, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έδρα, παγκάκι, έδρανο, πάγκος, πάγκος εργασίας, Workbench, πάγκο εργασίας, πάγκου εργασίας, τον πάγκο εργασίας
Μεταφράσεις
- groei στα ελληνικά - εξέλιξη, ανάπτυξη, αύξηση, όγκος, αυξάνω, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, ...
- justitie στα ελληνικά - δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, Δικαστηρίου, της δικαιοσύνης, τη δικαιοσύνη
- kamer στα ελληνικά - θαλάμη, χώρος, θάλαμος, κοιλότητα, δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, ...
- macht στα ελληνικά - κύρος, ρώμη, εξαναγκάζω, βία, μπορούσα, εξουσία, δύναμη, ...
Τυχαίες λέξεις
Werkbank στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έδρα, παγκάκι, έδρανο, πάγκος, πάγκος εργασίας, Workbench, πάγκο εργασίας, πάγκου εργασίας, τον πάγκο εργασίας
Μεταφράσεις: έδρα, παγκάκι, έδρανο, πάγκος, πάγκος εργασίας, Workbench, πάγκο εργασίας, πάγκου εργασίας, τον πάγκο εργασίας