Wetenschapper στα ελληνικά
Μετάφραση: wetenschapper, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φοιτητής, πανεπιστήμων, φοιτήτρια, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων
Μεταφράσεις
- adjudant στα ελληνικά - υπασπιστής, υπασπιστή, υπασπιστής του, ο υπασπιστής, τον υπασπιστή
- heul στα ελληνικά - βοήθημα, βοηθώ, παρηγοριά, βοήθεια, αρωγή, επικουρία, παρηγορώ, ...
- omheining στα ελληνικά - φράχτης, φράκτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης
- opgewekt στα ελληνικά - συναγερμός, σβέλτος, κεφάτος, ηλιόλουστος, ζωντανός, αιφνίδιος, οξυδερκής, ...
Τυχαίες λέξεις
Wetenschapper στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φοιτητής, πανεπιστήμων, φοιτήτρια, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων
Μεταφράσεις: φοιτητής, πανεπιστήμων, φοιτήτρια, επιστήμονας, επιστήμονα, επιστήμονες, επιστήμων, επιστημόνων