Wikkelen στα ελληνικά

Μετάφραση: wikkelen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνεμος, κουρδίζω, αιολική, τυλίξτε, τυλίξετε, τυλίγετε, τυλίξει, τυλίγουμε
Wikkelen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ingezetene στα ελληνικά - κάτοικος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
  • kniebroek στα ελληνικά - σορτς, Shorts, κοντά παντελόνια, σορτσάκι, μικρού μήκους
  • pensioentrekker στα ελληνικά - συνταξιούχος, συνταξιοδοτούμενου, συνταξιούχων, συνταξιούχου, retiree
  • slecht στα ελληνικά - σατανικός, απαίσιος, κακά, βρόμικος, κακός, άσχημα, άρρωστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Wikkelen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνεμος, κουρδίζω, αιολική, τυλίξτε, τυλίξετε, τυλίγετε, τυλίξει, τυλίγουμε