Λέξη: υπαγόρευση
Σχετικές λέξεις: υπαγόρευση
υπαγόρευση κειμένου, μουσική υπαγόρευση, φωνητική υπαγόρευση
Συνώνυμα: υπαγόρευση
προσταγή, διαταγή, ορθογραφία
Μεταφράσεις: υπαγόρευση
υπαγόρευση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dictation, dictate, prompt, dictating, dictated
υπαγόρευση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dictado, de dictado, el dictado, dictados, dictado de
υπαγόρευση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bevormundung, diktat, befehl, diktieren, kommando, Diktat, Diktieren, Diktate, Diktiergerät
υπαγόρευση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dicte, ordre, dictée, diktat, commandement, dictateur, dictation, la dictée, dicter, dictées
υπαγόρευση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dettato, dettatura, di dettatura, la dettatura, dettati
υπαγόρευση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comando, ditado, de ditado, o ditado, ditados, ditado de
υπαγόρευση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dictee, dictaat, commando, opdracht, bevel, dicteren, dictaten, dicteer-
υπαγόρευση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
диктовка, приказ, диктант, диктофон, предписание, приказание, диктовку, диктовки, диктанты
υπαγόρευση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diktat, diktering, dikterings, dictation
υπαγόρευση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dikte, diktamen, dikterings, diktering, diktat
υπαγόρευση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsky, päällikkyys, määräys, sanelu, sanelun, sanelua, sanelusta, dictation
υπαγόρευση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diktat, diktering, diktaten, af diktat, dikteret
υπαγόρευση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
diktát, diktování, diktátu, diktafon, hlasové poznámky
υπαγόρευση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dyktando, dyktator, dyktowanie, Dictation, dyktowania, dyktafon
υπαγόρευση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diktálás, parancsolás, tollbamondás, diktálást, diktálási, diktált, diktafon
υπαγόρευση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
emir, komut, dikte, diktasyon, imla, bir dikte, dikte çalışmaları
υπαγόρευση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
диктофон, диктування, розпорядження, наказу, диктант
υπαγόρευση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
diktim, diktimin, urdhër
υπαγόρευση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диктовка, диктовката, диктовки, диктуване, на диктовка
υπαγόρευση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дыктоўку, дыктоўка, дыктант, агульнанацыянальная дыктоўка
υπαγόρευση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etteütlus, dikteerimine, ettekirjutus, diktaat, dikteerimise, dikteerimisfailide, dikteerimist
υπαγόρευση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
diktat, sušenje, diktiranje, diktata, Dictation, Diktirni
υπαγόρευση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dictation
υπαγόρευση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įsakymas, diktantas, Diktavimo, diktavimas, diktanto, diktuojamo teksto
υπαγόρευση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
diktāts, pavēle, diktēšana, diktācijas, diktēšanas, diktāta
υπαγόρευση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
диктат, диктирање, диктафон, по диктат, за диктирање
υπαγόρευση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dictare, ordin, dictarea, de dictare, dictării, dictări
υπαγόρευση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diktát, narek, narekovanje, Diktat, nareku, nareka
υπαγόρευση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
diktát, diktovanie, dktát
Τυχαίες λέξεις