Willen στα ελληνικά
Μετάφραση: willen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύχομαι, μακάρι, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, ευχή, θέλουν, θέλετε, θέλει, επιθυμούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- annuïteit στα ελληνικά - αποπληρωμή, πρόσοδος, προσόδου, πρόσοδο, ετήσιας προσόδου, προσόδων
- bastion στα ελληνικά - προμαχώνας, μετερίζι, έπαλξη, προπύργιο, Bastion, προμαχώνα, Το Bastion
- dronken στα ελληνικά - φέσι, μεθυσμένος, μεθυσμένοι, πίνεται, μεθυσμένο, πιει
- mamma στα ελληνικά - μάνα, μαμά, Mamma, μαστικό, μαστού που, στο Mamma, με μαστικό
Τυχαίες λέξεις
Willen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύχομαι, μακάρι, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, ευχή, θέλουν, θέλετε, θέλει, επιθυμούν
Μεταφράσεις: εύχομαι, μακάρι, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, ευχή, θέλουν, θέλετε, θέλει, επιθυμούν