Λέξη: αναπηρία
Σχετικές λέξεις: αναπηρία
αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία 80, αναπηρία και σχολείο, αναπηρία ετυμολογία, αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική, αναπηρία ορισμός
Συνώνυμα: αναπηρία
αδυναμία, ασθένεια, ανικανότητα
Μεταφράσεις: αναπηρία
αναπηρία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
disability, disabilities, disabled, invalidity, a disability
αναπηρία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
discapacidad, incapacidad, invalidez, la discapacidad, discapacidades
αναπηρία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtsunfähigkeit, unfähigkeit, körperbehinderung, invalidität, behinderung, erwerbsunfähigkeit, Behinderung, Invalidität, Behinderungen, einer Behinderung, Behinderten
αναπηρία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inaptitude, incapacité, infirmité, invalidité, handicap, déficience, le handicap
αναπηρία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
invalidità, disabilità, handicap, la disabilità, inabilità
αναπηρία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
incapacidade, inaptidão, inabilidade, deficiência, invalidez
αναπηρία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbekwaamheid, handicap, invaliditeit, arbeidsongeschiktheid, beperking
αναπηρία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нетрудоспособность, бессилие, несостоятельность, неплатежеспособность, неправоспособность, неспособность, невозможность, инвалидности, инвалидность, по инвалидности, нетрудоспособности, потери трудоспособности
αναπηρία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
funksjonshemming, uførhet, uføre, funksjonshemning, nedsatt funksjonsevne
αναπηρία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
funktionshinder, handikapp, invaliditet, funktionsnedsättning
αναπηρία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
invaliditeetti, kiro, haitta, työkyvyttömyys, vammaisuus, vammaisuuteen, vammaisuuden, vamman, vamma
αναπηρία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
handicap, invaliditet, handicappede, handicappet
αναπηρία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
invalidita, postižení, zdravotního postižení, zdravotní postižení, invalidní
αναπηρία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upośledzenie, kalectwo, niepełnosprawność, niepełność, inwalidztwo, ubezwłasnowolnienie, ułomność, niepełnosprawności, osób niepełnosprawnych
αναπηρία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fogyatékosság, rokkantsági, fogyatékosságon, fogyatékossággal, rokkantság
αναπηρία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetersizlik, sakatlık, özürlülük, engellilik, engelli, engeli
αναπηρία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
неплатоспроможність, неможливість, неспроможність, інвалідності, інвалідність, інвалідністю
αναπηρία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
paaftësi, aftësisë së kufizuar, paaftësisë, aftësia e kufizuar, e aftësisë së kufizuar
αναπηρία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инвалидност, увреждане, увреждания, уврежданията, хората с увреждания
αναπηρία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інваліднасці, інваліднасьці
αναπηρία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võimetus, puue, töövõimetus, puude, puuete, puudega, puudest
αναπηρία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nedostatak, onesposobljenost, nemoć, nesposobnost, invalidnost, invaliditet, invalidnosti, invaliditeta
αναπηρία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fötlun, fötlunar, örorku, örorka, örorkan
αναπηρία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nedarbingumas, negalios, negalia, invalidumo, neįgalumo
αναπηρία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nespēja, invaliditātes, invaliditāte, invaliditāti, darbnespējas
αναπηρία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инвалидско, инвалидност, инвалидска, инвалидското, инвалидитет
αναπηρία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
incapacitate, handicap, invaliditate, dizabilitate, de invaliditate
αναπηρία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slabost, invalidnosti, invalidnost, invalidsko, invalidskega, invalidske
αναπηρία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
invalidita, handicap, invalidita pri chorobách, invalidity, invaliditu
Στατιστικά δημοτικότητας: αναπηρία
Τυχαίες λέξεις