Λέξη: καθαριστήριο

Σχετικές λέξεις: καθαριστήριο

καθαριστήριο θεσσαλονίκη, καθαριστήριο star ομόνοια, καθαριστήριο κάλι, καθαριστήριο ακρόπολις, καθαριστήριο κολωνάκι, καθαριστήριο τιμές, καθαριστήριο για δερμάτινα θεσσαλονίκη, καθαριστήριο 5sec, καθαριστήριο star, καθαριστήριο σπόρων

Συνώνυμα: καθαριστήριο

πλυντήριο, πλυσταριό, μπουγάδα, πλύση, χώρος πλύσης, στεγνοκαθαριστήριο

Μεταφράσεις: καθαριστήριο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
launderette, laundry, Laundry service, Cleaning
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lavandería, lavadero, Servicio de lavandería, de lavandería, ropa
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Wäscherei, Wäsche, Waschküche, Wäscheservice
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lavoir, blanchisserie, buanderie, linge, lessive, laverie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lavanderia, bucato, Servizio lavanderia, di lavanderia, biancheria
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lavanderia, Lavandaria, de lavandaria, roupa, de lavanderia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wasgoed, wasserij, was, wasservice, wasserette
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прачечная, прачечной, Услуги прачечной, стирка, белье
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vaskeri, vaskerom, Klesvask
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvätt, tvättstuga, tvättservice, tvätten
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pesula, pesulapalvelut, pyykin, pyykkipalvelut
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vaskeri, Tøjvask, Vaskerum, Vaskerum med, vasketøj
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prádelna, prádlo, Služba praní, čistírna, praní
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pralnia, pranie, prania, pralni, pralnicze
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mosoda, mosodai, mosodát, mosókonyha, mosatás
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çamaşır, Çamaşırhane, çamaşır yıkama, laundry, Çamaşırını Yıkama İmkanı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пральня, пральні, Прачечна
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lavanderi, Larje, Laundry, rrobave, rrobat
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пране, пералня, перално, мокро, часово
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пральня
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pesu, pesumaja, pesumajateenused, ööpäevaringne
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
praonica, Pranje rublja, usluga pranja, rublje, praonica rublja
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvottahús, Laundry, leikjaherbergi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Skalbykla, skalbyklos, skalbimo, kambarių
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veļas mazgātava, veļas, veļas mazgāšana, veļas mazgāšanas, veļa
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
перење, перална, за перење, алишта, перење на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spălătorie, de spălătorie, rufe, Spalatorie, de spalare
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pralnica, perilo, perila, pralnice, pranja
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bielizeň, prádlo, textílie

Στατιστικά δημοτικότητας: καθαριστήριο

Τυχαίες λέξεις