Wiskundige στα ελληνικά
Μετάφραση: wiskundige, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μαθηματικός, μαθηματικό, μαθηματικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bonbon στα ελληνικά - ζαχαρωτό, Bonbon
- constellatie στα ελληνικά - κατάσταση, πάθηση, θέση, αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, ...
- landsgrens στα ελληνικά - ρέλι, σύνορο, μεθόριος, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
- noord στα ελληνικά - βοριάς, βοράς, βόρειος, βορράς, βόρεια, βόρειο, βορρά
Τυχαίες λέξεις
Wiskundige στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μαθηματικός, μαθηματικό, μαθηματικού
Μεταφράσεις: μαθηματικός, μαθηματικό, μαθηματικού